- οικονομικότητα
- η [οικονομικός]ο βαθμός στον οποίο επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα με τα διαθέσιμα μέσα ή ένα δεδομένο αποτέλεσμα με τα ελάχιστα δυνατά μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οικιστικός — ή, ό (Α οἰκιστικός, ή, όν) [οικιστής] νεοελλ. 1. ο σχετικός με την κατασκευή οικισμών («οικιστικός σχεδιασμός») 2. αυτός που αποτελείται από κατοικίες («οικιστικό σύνολο») 3. το θηλ. ως ουσ. η οικιστική σύγχρονη επιστήμη, κλάδος τής πολεοδομίας… … Dictionary of Greek